πομφολυγηρός

πομφολυγηρός
-ά, -όν, Α [πομφόλυξ, -υγος]
1. αυτός που αναδίδει πομφόλυγες, φουσκάλες
2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πομφολυγηρόν
είδος εμπλάστρου που περιέχει οξείδιο ψευδαργύρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”